- σκαρλατίνα
- η, Νιατρ. η λοιμώδης νόσος οστρακιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. scarlatina < μτγν. λατ. scarlata, scarlatum «κομμάτι υφάσματος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκαρλατίνα — η (λ. ιταλ.), είδος επιδημικής αρρώστιας, οστρακιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οστρακιά — η μολυσματική αρρώστια που εκδηλώνεται με ερυθρό εξάνθημα, αλλ. σκαρλατίνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)